- πολιτογραφία
- ή, Α [πολιτογραφῶ]η εγγραφή κάποιου στους καταλόγους τών πολιτών («μετά δὲ τὴν πολιτογραφίαν τὴν ἐν τοῑς πόλεσι γενομένην», Διόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολιτογραφίαν — πολιτογραφίᾱν , πολιτογραφία enrolment as a citizen fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
πολιτογράφημα — τὸ, Μ [πολιτογραφώ] η πολιτογραφία … Dictionary of Greek